Με το καλοκαίρι να φθάνει στη δύση του, την διάθεση να παραμένει ανοιξιάτικη και την τσέπη να χειμωνιάζει, μια γρήγορη τριήμερη απόδραση, σε κάποιο νησί του Ιονίου, με την μοτοσυκλέτα και το έτερο ήμισυ φάνταζε ιδανική, σχεδόν ονειρική, αλλά με προϋποθέσεις.
Όσες φορές και αν ανέφερα την λέξη Κέρκυρα σε φίλους και συναδέλφους, όλοι είχαν να μοιραστούν μαζί μου, μια ιστορία από κάποια πενταήμερη πριν πολλά πολλά χρόνια. Και επειδή εγώ δεν πήγα πενταήμερη στο εν λόγω νησί, είχα αγωνία για την εντύπωση που θα έκανε στα ενήλικα και νηφάλια μάτια μου, αφού όλες οι προηγούμενες εφηβικές ιστορίες περιείχαν άφθονες ποσότητες αλκοόλ , σερβιρισμένου ποικιλοτρόπως γύρω από κάποια πισίνα ξενοδοχείου.
Η πρόσκληση για επίσκεψη στο νησί από τον Βασίλη και την Κατερίνα δεν έπρεπε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Το καινούριο τους επιχειρηματικό τόλμημα, ένα ταχυφαγείο με έμφαση στο πλούσιο ελληνικό πρωινό και στα μαγειρευτά φαγητά της μεσογειακής κουζίνας, αλλά και ένα σπίτι ακριβώς στην καρδιά της παλιάς πόλης, ανάμεσα στα πολύβουα παραδοσιακά καντούνια, ήταν άκρως δελεαστικοί πειρασμοί για να μπορέσει να αρνηθεί κάποιος την πρόσκληση!
H Corfu, παράφραση από την ονομασία Κορυφώ, που αποδόθηκε στο νησί κατά την Βυζαντινή περίοδο λόγω των δύο κορυφών που φαίνονται από μακριά όταν κάποιος προσεγγίζει το νησί, είναι ένα μέρος πανέμορφο, που λόγω του φυσικού κάλους αλλά και της γεωστρατηγικής του θέσης στο Ιόνιο Πέλαγος, αποτέλεσε μήλον της έριδος για πολλούς πολιτισμούς και εθνικότητες. Η εναλλαγή αυτή, ανάμεσα στους αλλοδαπούς κατακτητές της, δημιούργησε ένα πολυπολιτισμικό cocktail, με εμφανείς επιρροές στην αρχιτεκτονική, την μουσική, το φαγητό αλλά και την ντοπιολαλιά. Με το πέρασμα των χρόνων, όλα αυτά μπήκαν στο χωνευτήρι, όπως γίνεται πάντα άλλωστε, με αποτέλεσμα το σήμερα.
Είναι το προτελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου και ευτυχώς οι απαγορευτικά υψηλές θερμοκρασίες έχουν υποχωρήσει. Αυτό θα βοηθήσει αρκετά στο ταξίδι, το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί πρωινές προς μεσημβρινές ώρες. Αυτό που δε θα βοηθήσει καθόλου είναι το πίσω τακουνάτο λάστιχο, που η φθορά του και η φόρτιση του από την συνισταμένη του βάρους της συνοδηγού και της μπαγαζιέρας, θα το κάνει να ακούγεται σαν να περνάει ερπυστριοφόρο. Η βουή του ήταν αισθητά ανυπόφορη, ακόμα και οι ωτασπίδες δεν κατάφεραν να αμβλύνουν την ενόχληση. Ήθελεστα και παθέστα, ας έβαζα ασφάλτινα αν ήθελα.
Το ταξίδι προς την Ηγουμενίτσα θα γίνει από την παλιά εθνική Αντιρίου-Ιωαννίνων, όπου στο ύψος της Άρτας θα λοξοδρομήσουμε, παίρνοντας τον δρόμο για της Πάργας τον ανήφορο, αποφεύγοντας την κανέλα και το γαρύφαλλο αφού λίγο πριν συνεχίσαμε παίρνοντας για οικονομία χρόνου τον δρόμο που καταλήγει στο λιμάνι μέσω του χωριού Καρτέρι.
Έχοντας προσπεράσει αμέτρητα αυτοκινούμενα αλλά και υπερφορτωμένες κούρσες με βαλκανικές πινακίδες φθάνουμε Ηγουμενίτσα, η οποία σφύζει από μετακινούμενους τουρίστες και τράκτορες έτοιμους να φύγουν για Ιταλία και να διασχίσουν την Ευρώπη. Από μοτοσυκλέτες ψόφια τα πράγματα. Το λιμάνι που επιλέχθηκε για αποβίβαση ήταν η Λευκίμη προκειμένου να μειωθεί ο χρόνος μέσα στο καράβι αλλά και να γνωρίσουμε το νησί οδηγώντας το, από το νότιο άκρο του.
Ηγουμενίτσα
Ήδη από τα πρώτα χιλιόμετρα, παίρνεις δείγμα για το τι θα ακολουθήσει. Μικρά χωριά, πνιγμένα στο πράσινο της μεσογειακής χλωρίδας, με σπίτια που ακολουθούν ένα σχετικά παρόμοιο μοτίβο, χωρίς να λείπουν και οι παραφωνίες του σύγχρονου τρόπου δόμησης. Δε λείπουν οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες του παρελθόντος που κυριολεκτικά γλείφουν την θάλασσα με την ανάλογη αισθητική τους. Το οδικό δίκτυο του νησιού είναι σε σχετικά καλή κατάσταση με κύριο χαρακτηριστικό την σχεδόν λεία σε όψη αλλά και αίσθηση πίσσα , η οποία όταν ανεβάζει θερμοκρασία λόγω ζέστης δημιουργεί και την αντίστοιχη αίσθηση “σαπουνιάσματος” στην επαφή του ελαστικού με αυτήν. Νταξ δικαιολογημένα, τα έχουμε ξαναγράψει, δεν έχουν περάσει ούτε εκατό χρόνια από τότε που πρωτοέπεσε άσφαλτος σε τούτο εδώ το ρημαδότοπο, που θα πάει κάποια στιγμή θα μάθουμε να φτιάχνουμε δρόμους και με τον σωστό τρόπο και με τα σωστά υλικά!
Έξω από τις Μπενίτσες στο δρόμο για την πόλη της Κέρκυρας, έχει αρχίσει να ξεπροβάλλει απέναντι ακριβώς η Αλβανική ακτογραμμή.
Πρώτη στάση στα Γουβιά, ένα προάστιο της πόλης της Κέρκυρας, εκεί που ο Βασίλης και η Κατερίνα έχουν το μαγαζί τους! Food for the soul, η ονομασία και η αλήθεια είναι ότι χόρτασε όχι μόνο η ψυχή, αλλά και το μάτι και το στομάχι και όλα, αφού η Κατερίνα, μαγείρισσα-chef όπως θες πεσ'το, χρόνια στο χώρο, βάλθηκε να μας απλώσει στο τραπέζι μας σχεδόν ολόκληρο τον κατάλογο του μαγαζιού.
Εξασφαλίζοντας λοιπόν ότι το αρκούδι είναι χορτάτο και μπορεί να οδηγήσει κατευθυνθήκαμε στην καρδιά της παλιάς πόλης για να βρούμε το σπίτι όπου θα φιλοξενούμασταν. Όπως έχω ξαναγράψει και στο παρελθόν, always trust the locals, και αυτή τη φορά, προτάσεις για την τριήμερη αυτή εξόρμηση μας θα έπαιρνα από τον φίλο Αλέξανδρο, παλιό συμμαθητή, με καταγωγή από το νησί και ένα τρόπο διακοπών που σίγουρα σε κάνει να θες να ζητήσεις συμβουλές από αυτόν. Η παλιά πόλη είναι ένα απέραντο μουσείο. Αυτή ήταν η απάντηση του όταν τον ρώτησα, που να βολτάρω με τα πόδια. Και είχε δίκιο. Παρόλο που μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης καταστράφηκε από βομβαρδισμούς των Γερμανών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντούτοις ένας σημαντικός πυρήνας κτιρίων κατάφερε να διασωθεί και να αποτελεί μια οικιστική χρονομηχανή που σε πάει πίσω στο χρόνο.
Αν και τα περισσότερα από τα μνημεία είναι υπολείμματα θεσμών που έχουν πλέον ξεφτίσει, όπως η Βασιλεία, δεν παύουν να αποτελούν το κάτι το διαφορετικό, κάτι που έχει μείνει σχεδόν αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου, με τρόπο που σε κάνει να ανατρέχεις πίσω σε αυτόν , και να αποτελείς μέρος του σκηνικού που έχεις φτιάξει νοητά!
Η τοποθεσία του σπιτιού που θα φιλοξενούμασταν αποτέλεσε ιδιαίτερη έκπληξη αφού ήταν ακριβώς στην καρδιά της παλιάς πόλης και συγκεκριμένα πίσω από το πεντοφάναρο, που δεν είναι άλλο, από έναν στύλο με πέντε φανούς! Η ανάβαση προς το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου ήταν ένα θέμα αφού το κουβάλημα της γεμάτης μπαγκαζιέρας και του υπόλοιπου εξοπλισμού σε μια ξύλινη σκάλα εκατό και πλέον ετών, με φάρδος κάτι λιγότερο από το εκπέτασμα μου, και με τους τριγμούς να σε προειδοποιούν για ενδεχόμενη κατάρρευσή της έδιναν άλλη διάσταση στην έννοια περιπέτεια. Το ξύλινο πάτωμα, αντίστοιχης ηλικίας με την σκάλα είχε κυρτώσει προς το εσωτερικό του διαμερίσματος δίνοντας ενδιαφέρουσες κλίσεις στην προσπάθεια να μείνεις όρθιος. Τα προβλήματα βέβαια σταματούσαν όταν άνοιγες το μικρό παράθυρο και έβλεπες τον κόσμο να περπατά, να τρώει και να πίνει στα στενά καντούνια. Όλα αυτά κοιτώντας προς τα κάτω γιατί κοιτώντας προς τα πάνω έβλεπες ένα άλλο χαρακτηριστικό της πόλης, που δεν είναι άλλες από τις απλωμένες κατά τρόπο χιαστί μπουγάδες που συνδέουν κατά τρόπο τινά το ένα κτίριο με το άλλο.
Φρεσκάρισμα και βόλτα στην πόλη. Χωρίς πλάνο, χωρίς διαδρομές, μόνο ακολουθώντας την ροή του κόσμου, ανάμεσα στα πολυάριθμα καντούνια. Σε αυτά τα καντούνια, με τα λογιών λογιών αναμνηστικά να κρέμονται παντού, με τα σικάτα ιταλικά εστιατόρια και τις τζελατερίες και τα όμορφα μπαράκια στα ημιυπόγεια των πέτρινων κτιρίων. Ταυτόχρονα το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι να περνά και να ξανακρύβεται ανάμεσα στα αρχοντικά μέχρι να βρει τον δρόμο του για το ανώτερο σημείο της καμπύλης του!
Συνεχίζεται...