Ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί την εισαγωγική φράση ενός ανέκδοτου ή ενός παραμυθιού. Είναι και από τα δύο αφού, πρώτον δεν έχει εκδοθεί «ηλεκτρονικά» μέχρι τώρα αλλά και γιατί θα προκαλέσει τον γέλωτα στον αναγνώστη, δεύτερον γιατί όπως στα περισσότερα των παραμυθιών ζήσαν, ή μάλλον ταξιδέψαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα.
Αυτή η βόλτα, εκδρομή, εξόρμηση όπως θέλεις πες την, ήταν από τους σταθμούς στην μοτοσυκλετιστική μου ζωή. Όχι γιατί ήταν κάποια σημαντική, αλλά γιατί γίναν κάποια πράγματα κατά την διάρκεια, και μετά αυτής, που με σημάδεψαν ανεξίτηλα και διαμόρφωσαν τον τρόπο που αντιμετωπίζω καταστάσεις που αφορούν το αντικείμενο πάθους το οποίο εξυμνούμε στον εδώ διαδικτυακό ιστόχωρο, και δεν είναι άλλο από την μοτοσυκλέτα.
Ξεκινώντας, να αναφέρω ότι η σύνταξη του παρόντος, αποτελεί και έναν ιδιότυπο τρόπο εορτασμού, των γενέθλιων που αφορούν τις από κοινού χωμάτινες εξορμήσεις μεταξύ εμού και του @Dinos MEC και οι οποίες άρχισαν να εκτυλίσσονται πριν από ακριβώς 10 χρόνια. Θα μου πεις τι είναι 10 χρόνια, μπροστά στην αιωνιότητα! Προφανώς και δεν γίνεται για την διεκδίκηση δαφνών, αντιθέτως γίνεται για την ανάδειξη αλλά και την κατάδειξη συμπεριφορών και καταστάσεων που αφορούν τον μοτοσυκλετισμό, τουλάχιστον τον ερασιτεχνικό, που υπηρετούμε και οι περισσότεροι στον εδώ διαδικτυακό χώρο.
Η ιστορία εξελίσσεται εν έτει 2010, μια χρονιά για μένα σταθμός στα μοτοσυκλετιστικά δρώμενα της Ψαροκώσταινας. Ζούμε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία ο οργανωμένος -είτε σε διαδικτυακές είτε σε πραγματικές λέσχες- μοτοσυκλετιστικός κόσμος αρχίζει να αλλάζει χούγια, ή για να το αποδώσω καλύτερα, αρχίζει να πλήττεται από την φθίνουσα οικονομική απόδοση της χώρας. Εντάξει, οι βαρβάτες ομάδες δεν άλλαξαν και πολύ τις συνήθειες τους, αφού τον καφέ τους συνέχιζαν να τον πίνουν στα Ομηρικά ταξίδια που έκαναν από την Πάτρα στην Ναύπακτο ή ακόμα για τους τολμηρότερους από την Πάτρα στο Μεσολόγγι ή αλλιώς έκαναν χαριτωμένες βολτίτσες με το έτερον ήμισυ, το οποίο και υποχρέωναν να γίνει μέλος στο χώρο που ήταν εγγεγραμμένοι, ώστε να γράφει και αυτό με την σειρά του πόσο καταπληκτική ήταν η εκδρομούλα και σε άλλες περιπτώσεις να καθορίζει το μέρος ή και το είδος της εκδρομής και φυσικά το σημείο διανυκτέρευσης. Τα ναωτέρω είναι προϊόν ευφάνταστης μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχουν με την σκληρή φορουμική πραγματικότητα. Αυτό που άλλαξε ήταν ο διατροφικός περιορισμός που επιβλήθηκε λόγω τσέπης, και οποίος υπαγόρευε μερικά σουβλάκια, σε σχέση με τις γενοκτονίες κοπαδιών που κάγχαζαν μετέπειτα διαδικτυακά, ότι κατάφεραν να τελέσουν. Και από μοτοσυκλετιστική ουσία μηδέν, εκτός και -να με συγχωρνάς γι’αυτό- αν θεωρείς ότι ο αριθμός των υπέρλαμπρων εξωτερικών λαμπτήρων, τα δέκα μπριζάκια, τα αδιάβροχα ηχεία και τα 15 led στην κεντρική βαλίτσα είναι υγιής μοτοσυκλετισμός. Τέλος πάντων, ας τα αφήσουμε αυτά, είναι συνήθειες του παρελθόντος, ή μήπως όχι? Να μη ξεχάσω σε αυτό το σημείο, της εκχύλισης χολής, να αναφέρω και τους Διαδικτυακούς Δικαστές, που υπήρχαν σε όποιο πληκτρολόγιο και να σήκωνες, σε όποιο forum και να έμπαινες. Ήταν παντού, αρχικά για να σε συνετίσουν και έπειτα, ως αυθεντίες, να σε καθοδηγήσουν και να επιβάλλουν, μονομερείς εγωκεντρικές απόψεις, οι οποίες ως επί το πλείστον λειτουργούσαν ως φυσικό διεγερτικό του φιλάσθενου μορίου τους, αφού είτε επιτύγχανε την τεχνητή ανύψωση του, είτε την αναπλήρωση των χαμένων πόντων του! Κατάλοιπα αυτών, υπάρχουν ακόμα και ζουν ανάμεσα μας, τους αναγνωρίζεις σχετικά εύκολα από την απουσία γενετήσιων αδένων στον καβάλο τους!
Πάμε τώρα στο δια ταύτα. Έχοντας περάσει από διάφορους ιστόχωρους, αλλά και από φυσικούς χώρους που αφορούν την μοτοσυκλέτα, απαγοητευμένος από ευτραφείς μηχανοδηγούς που αρέσκονται στο να ξεσκίζονται στα ταβερνεία και μετά να οδηγάνε με 30 χλμ/ώρα αφού φίδιαζαν στην θέση του οδηγού ως άλλοι βόες που έχουν καταπιεί αντιλόπες, υπέπεσε στην αντίληψη μου, ένας χώρος, o οποίος μετρούσε λίγους μήνες ζωής και του οποίου η ακριβής ονομασία μου διαφεύγει, αλλά νομίζω ότι υπήρχε σίγουρα η λέξη Mototrail. Περιεργαζόμενος τον χώρο αυτό, διαπίστωσα μια τάση στην διπλή χρήση των μοτοσυκλετών τύπου on-off, τομέα που με ενδιέφερε και μένα, αφού τότε είχα ξεκινήσει δειλά δειλά να λερώνω την κατά τα άλλα καλογυαλισμένη μαύρη Αφρικανή. Και να λοιπόν που πέφτω σε ηλεκτρονική αναγγελία εκδρομής. Θα διαδραματιζόταν στην Βόρεια Πίνδο, θα ήταν ασφάλτινη, θα περνούσαμε από Αωό, θα διανυκτερεύαμε με σκηνές Βωβούσα και την επόμενη θα οδηγάγαμε σε γύρω διαδρομές. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, η μοναδική μου παρέα, θα ήταν ο @Dinos MEC , καινούριος σχετικά στον κόσμο των διαδικτυακά οργανωμένων εκδρομών. Μέρα και σημείο συνάντησης, το Σάββατο στο Μέτσοβο.
Η δική μας εκδρομή θα ξεκινούσε Παρασκευή απόγευμα, με σκοπό να εκμεταλλευτούμε όσο μπορούμε τον ελεύθερο χρόνο που είχαμε για βόλτα. Ανοίγοντας έντυπους, ακόμα, χάρτες, αποφασίσαμε να κινηθούμε προς Τζουμέρκα με σκοπό την επόμενη, να είμαστε αρκετά κοντά στο σημείο συνάντησης. Το που θα διανυκτερεύαμε άγνωστο και αδιάφορο, όπου μας βρει η νύχτα! Την χαρά που νιώθεις όταν ξεκινά μια βόλτα την ξέρεις, δε χρειάζεται να στην περιγράψω! Μια καθυστερημένη εκκίνηση, θα μας βρει στην Άρτα, με τον ήλιο να έχει ήδη βουτήξει στο Ιόνιο, κοκκινίζοντας τον ορίζοντα και κάνοντας μας να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε ακόμα πολλά χιλιόμετρα με φυσικό φως. Ταξιδεύουμε και έχουμε στα δεξιά μας τον ποταμό Άραχθο, ανεβαίνοντας ολοένα και υψόμετρο. Ο κρότος των μεταλλικών πλακών που καλύπτουν τον σκελετό της μεταλλικής γέφυρας πάνω από τον ποταμό, είναι ειδοποίηση ότι φθάσαμε στον οικισμό Φράστα. Η νύχτα έχει πέσει για τα καλά και αποφασίζουμε να διανυκτερεύσουμε κάπου εκεί γύρω. Στις παραποτάμιες αναζητήσεις μας, θα πέσουμε πάνω σε μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο rafting. Ζητήσαμε την άδεια των ιδιοκτητών για να στήσουμε τις σκηνές μας, έμπροσθεν της επιχείρησης τους. Οι άνθρωποι δεν είχαν πρόβλημα, παρόλαυτα μας πρότειναν άλλο σημείο λίγο πιο πάνω, λέγοντας μας ότι είναι πιο ωραία, τους ευχαριστήσαμε και πήγαμε να στήσουμε εκεί που μας υπέδειξαν. Η μαυρίλα της νύχτας και η απουσία φωτισμού δεν μας επέτρεψαν να δούμε τον περιβάλλοντα χώρο και αρκεστήκαμε να περιμένουμε την ανατολή, εως ότου μας αποκαλυφθεί η ομορφιά που μας είχαν υποσχεθεί. Μια επίσκεψη στο καφενείο του χωριού ήταν αρκετή για να προκύψει μια μυθική -για την παρέα- φράση. Το μάτι μας έπεσε σε ένα μπουκάλι Τζίν και η παραγγελία αντιστοίχου ποτού ήταν δεδομένη. Για την αραίωση του , μια λεμονάδα Κλιάφα ήταν αρκετή και φυσικά η έκπληξη , ήρθε μετέπειτα, αφού ως συνοδευτικό σερβιρίστηκε πρόβειο κοντοσούβλι. Και κάπως έτσι προέκυψε το «Τζιν με Μεζέ»…
Το πανί της -ευτελούς σε αξία- σκηνής φωτίστηκε από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Το ερέθισμα του αμφιβληστροειδή συνοδεύτηκε από αντίστοιχες δονήσεις του ακουστικού τυμπάνου, οι οποίες προέρχονταν από το κελάρυσμα των νερών.
Φυσικά, λέγοντας νερά, εννοώ τον ποταμό Άραχθο, που κυλούσε λίγο παραδίπλα μας. Κοιτώντας τα άσπρα βότσαλα του και τα καθάρια νερά του δημιουργήθηκε ευθύς αμέσως η ανάγκη για άμεση επαφή μαζί τους. Και εκεί που ένιβα, το προσφάτως αγουροξυπνημένο πρόσωπο μου, κοιτάω δίπλα μου και τι να δω?
Αυτό...
Λίγα λεπτά απραξίας και πλήρους ακινησίας λόγω δέους. Μόλις διαπίστωνα, ιδίοις όμασι, ότι είχαμε διανυκτερεύσει κάτω από ένα πολύ όμορφο πέτρινο γεφύρι, που μετέπειτα διάβασα και ξεστραβώθηκα, και κατάλαβα ότι αυτό ήταν το γεφύρι της Πλάκας. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τρέξω και να ξυπνήσω τον Nτίνο, έπρεπε να δει και αυτός, την εικόνα που μόλις είχα αντικρύσει. Θα ήθελα κάποιος, με κάποιο μαγικό τρόπο, να μας είχε βγάλει φωτογραφία τον έναν δίπλα στον άλλον, να κοιτάμε με τα κεφάλια ψηλά, αποσβωλομένοι, αυτό το θαύμα της ηπειρώτικης κυρίως μηχανικής, αλλά και αρχιτεκτονικής. Πολλά χρόνια αργότερα, θα αισθανόμασταν, διπλά τυχεροί, που είδαμε αυτό το έργο, στην πρωταρχική του μορφή, πριν γίνει βορά στην αδυσώπητη μανία της φύσης.
Συνεχίζεται...
Αυτή η βόλτα, εκδρομή, εξόρμηση όπως θέλεις πες την, ήταν από τους σταθμούς στην μοτοσυκλετιστική μου ζωή. Όχι γιατί ήταν κάποια σημαντική, αλλά γιατί γίναν κάποια πράγματα κατά την διάρκεια, και μετά αυτής, που με σημάδεψαν ανεξίτηλα και διαμόρφωσαν τον τρόπο που αντιμετωπίζω καταστάσεις που αφορούν το αντικείμενο πάθους το οποίο εξυμνούμε στον εδώ διαδικτυακό ιστόχωρο, και δεν είναι άλλο από την μοτοσυκλέτα.
Ξεκινώντας, να αναφέρω ότι η σύνταξη του παρόντος, αποτελεί και έναν ιδιότυπο τρόπο εορτασμού, των γενέθλιων που αφορούν τις από κοινού χωμάτινες εξορμήσεις μεταξύ εμού και του @Dinos MEC και οι οποίες άρχισαν να εκτυλίσσονται πριν από ακριβώς 10 χρόνια. Θα μου πεις τι είναι 10 χρόνια, μπροστά στην αιωνιότητα! Προφανώς και δεν γίνεται για την διεκδίκηση δαφνών, αντιθέτως γίνεται για την ανάδειξη αλλά και την κατάδειξη συμπεριφορών και καταστάσεων που αφορούν τον μοτοσυκλετισμό, τουλάχιστον τον ερασιτεχνικό, που υπηρετούμε και οι περισσότεροι στον εδώ διαδικτυακό χώρο.
Η ιστορία εξελίσσεται εν έτει 2010, μια χρονιά για μένα σταθμός στα μοτοσυκλετιστικά δρώμενα της Ψαροκώσταινας. Ζούμε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία ο οργανωμένος -είτε σε διαδικτυακές είτε σε πραγματικές λέσχες- μοτοσυκλετιστικός κόσμος αρχίζει να αλλάζει χούγια, ή για να το αποδώσω καλύτερα, αρχίζει να πλήττεται από την φθίνουσα οικονομική απόδοση της χώρας. Εντάξει, οι βαρβάτες ομάδες δεν άλλαξαν και πολύ τις συνήθειες τους, αφού τον καφέ τους συνέχιζαν να τον πίνουν στα Ομηρικά ταξίδια που έκαναν από την Πάτρα στην Ναύπακτο ή ακόμα για τους τολμηρότερους από την Πάτρα στο Μεσολόγγι ή αλλιώς έκαναν χαριτωμένες βολτίτσες με το έτερον ήμισυ, το οποίο και υποχρέωναν να γίνει μέλος στο χώρο που ήταν εγγεγραμμένοι, ώστε να γράφει και αυτό με την σειρά του πόσο καταπληκτική ήταν η εκδρομούλα και σε άλλες περιπτώσεις να καθορίζει το μέρος ή και το είδος της εκδρομής και φυσικά το σημείο διανυκτέρευσης. Τα ναωτέρω είναι προϊόν ευφάνταστης μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχουν με την σκληρή φορουμική πραγματικότητα. Αυτό που άλλαξε ήταν ο διατροφικός περιορισμός που επιβλήθηκε λόγω τσέπης, και οποίος υπαγόρευε μερικά σουβλάκια, σε σχέση με τις γενοκτονίες κοπαδιών που κάγχαζαν μετέπειτα διαδικτυακά, ότι κατάφεραν να τελέσουν. Και από μοτοσυκλετιστική ουσία μηδέν, εκτός και -να με συγχωρνάς γι’αυτό- αν θεωρείς ότι ο αριθμός των υπέρλαμπρων εξωτερικών λαμπτήρων, τα δέκα μπριζάκια, τα αδιάβροχα ηχεία και τα 15 led στην κεντρική βαλίτσα είναι υγιής μοτοσυκλετισμός. Τέλος πάντων, ας τα αφήσουμε αυτά, είναι συνήθειες του παρελθόντος, ή μήπως όχι? Να μη ξεχάσω σε αυτό το σημείο, της εκχύλισης χολής, να αναφέρω και τους Διαδικτυακούς Δικαστές, που υπήρχαν σε όποιο πληκτρολόγιο και να σήκωνες, σε όποιο forum και να έμπαινες. Ήταν παντού, αρχικά για να σε συνετίσουν και έπειτα, ως αυθεντίες, να σε καθοδηγήσουν και να επιβάλλουν, μονομερείς εγωκεντρικές απόψεις, οι οποίες ως επί το πλείστον λειτουργούσαν ως φυσικό διεγερτικό του φιλάσθενου μορίου τους, αφού είτε επιτύγχανε την τεχνητή ανύψωση του, είτε την αναπλήρωση των χαμένων πόντων του! Κατάλοιπα αυτών, υπάρχουν ακόμα και ζουν ανάμεσα μας, τους αναγνωρίζεις σχετικά εύκολα από την απουσία γενετήσιων αδένων στον καβάλο τους!
Πάμε τώρα στο δια ταύτα. Έχοντας περάσει από διάφορους ιστόχωρους, αλλά και από φυσικούς χώρους που αφορούν την μοτοσυκλέτα, απαγοητευμένος από ευτραφείς μηχανοδηγούς που αρέσκονται στο να ξεσκίζονται στα ταβερνεία και μετά να οδηγάνε με 30 χλμ/ώρα αφού φίδιαζαν στην θέση του οδηγού ως άλλοι βόες που έχουν καταπιεί αντιλόπες, υπέπεσε στην αντίληψη μου, ένας χώρος, o οποίος μετρούσε λίγους μήνες ζωής και του οποίου η ακριβής ονομασία μου διαφεύγει, αλλά νομίζω ότι υπήρχε σίγουρα η λέξη Mototrail. Περιεργαζόμενος τον χώρο αυτό, διαπίστωσα μια τάση στην διπλή χρήση των μοτοσυκλετών τύπου on-off, τομέα που με ενδιέφερε και μένα, αφού τότε είχα ξεκινήσει δειλά δειλά να λερώνω την κατά τα άλλα καλογυαλισμένη μαύρη Αφρικανή. Και να λοιπόν που πέφτω σε ηλεκτρονική αναγγελία εκδρομής. Θα διαδραματιζόταν στην Βόρεια Πίνδο, θα ήταν ασφάλτινη, θα περνούσαμε από Αωό, θα διανυκτερεύαμε με σκηνές Βωβούσα και την επόμενη θα οδηγάγαμε σε γύρω διαδρομές. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, η μοναδική μου παρέα, θα ήταν ο @Dinos MEC , καινούριος σχετικά στον κόσμο των διαδικτυακά οργανωμένων εκδρομών. Μέρα και σημείο συνάντησης, το Σάββατο στο Μέτσοβο.
Η δική μας εκδρομή θα ξεκινούσε Παρασκευή απόγευμα, με σκοπό να εκμεταλλευτούμε όσο μπορούμε τον ελεύθερο χρόνο που είχαμε για βόλτα. Ανοίγοντας έντυπους, ακόμα, χάρτες, αποφασίσαμε να κινηθούμε προς Τζουμέρκα με σκοπό την επόμενη, να είμαστε αρκετά κοντά στο σημείο συνάντησης. Το που θα διανυκτερεύαμε άγνωστο και αδιάφορο, όπου μας βρει η νύχτα! Την χαρά που νιώθεις όταν ξεκινά μια βόλτα την ξέρεις, δε χρειάζεται να στην περιγράψω! Μια καθυστερημένη εκκίνηση, θα μας βρει στην Άρτα, με τον ήλιο να έχει ήδη βουτήξει στο Ιόνιο, κοκκινίζοντας τον ορίζοντα και κάνοντας μας να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε ακόμα πολλά χιλιόμετρα με φυσικό φως. Ταξιδεύουμε και έχουμε στα δεξιά μας τον ποταμό Άραχθο, ανεβαίνοντας ολοένα και υψόμετρο. Ο κρότος των μεταλλικών πλακών που καλύπτουν τον σκελετό της μεταλλικής γέφυρας πάνω από τον ποταμό, είναι ειδοποίηση ότι φθάσαμε στον οικισμό Φράστα. Η νύχτα έχει πέσει για τα καλά και αποφασίζουμε να διανυκτερεύσουμε κάπου εκεί γύρω. Στις παραποτάμιες αναζητήσεις μας, θα πέσουμε πάνω σε μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο rafting. Ζητήσαμε την άδεια των ιδιοκτητών για να στήσουμε τις σκηνές μας, έμπροσθεν της επιχείρησης τους. Οι άνθρωποι δεν είχαν πρόβλημα, παρόλαυτα μας πρότειναν άλλο σημείο λίγο πιο πάνω, λέγοντας μας ότι είναι πιο ωραία, τους ευχαριστήσαμε και πήγαμε να στήσουμε εκεί που μας υπέδειξαν. Η μαυρίλα της νύχτας και η απουσία φωτισμού δεν μας επέτρεψαν να δούμε τον περιβάλλοντα χώρο και αρκεστήκαμε να περιμένουμε την ανατολή, εως ότου μας αποκαλυφθεί η ομορφιά που μας είχαν υποσχεθεί. Μια επίσκεψη στο καφενείο του χωριού ήταν αρκετή για να προκύψει μια μυθική -για την παρέα- φράση. Το μάτι μας έπεσε σε ένα μπουκάλι Τζίν και η παραγγελία αντιστοίχου ποτού ήταν δεδομένη. Για την αραίωση του , μια λεμονάδα Κλιάφα ήταν αρκετή και φυσικά η έκπληξη , ήρθε μετέπειτα, αφού ως συνοδευτικό σερβιρίστηκε πρόβειο κοντοσούβλι. Και κάπως έτσι προέκυψε το «Τζιν με Μεζέ»…
Το πανί της -ευτελούς σε αξία- σκηνής φωτίστηκε από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Το ερέθισμα του αμφιβληστροειδή συνοδεύτηκε από αντίστοιχες δονήσεις του ακουστικού τυμπάνου, οι οποίες προέρχονταν από το κελάρυσμα των νερών.
Φυσικά, λέγοντας νερά, εννοώ τον ποταμό Άραχθο, που κυλούσε λίγο παραδίπλα μας. Κοιτώντας τα άσπρα βότσαλα του και τα καθάρια νερά του δημιουργήθηκε ευθύς αμέσως η ανάγκη για άμεση επαφή μαζί τους. Και εκεί που ένιβα, το προσφάτως αγουροξυπνημένο πρόσωπο μου, κοιτάω δίπλα μου και τι να δω?
Αυτό...
Λίγα λεπτά απραξίας και πλήρους ακινησίας λόγω δέους. Μόλις διαπίστωνα, ιδίοις όμασι, ότι είχαμε διανυκτερεύσει κάτω από ένα πολύ όμορφο πέτρινο γεφύρι, που μετέπειτα διάβασα και ξεστραβώθηκα, και κατάλαβα ότι αυτό ήταν το γεφύρι της Πλάκας. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τρέξω και να ξυπνήσω τον Nτίνο, έπρεπε να δει και αυτός, την εικόνα που μόλις είχα αντικρύσει. Θα ήθελα κάποιος, με κάποιο μαγικό τρόπο, να μας είχε βγάλει φωτογραφία τον έναν δίπλα στον άλλον, να κοιτάμε με τα κεφάλια ψηλά, αποσβωλομένοι, αυτό το θαύμα της ηπειρώτικης κυρίως μηχανικής, αλλά και αρχιτεκτονικής. Πολλά χρόνια αργότερα, θα αισθανόμασταν, διπλά τυχεροί, που είδαμε αυτό το έργο, στην πρωταρχική του μορφή, πριν γίνει βορά στην αδυσώπητη μανία της φύσης.
Συνεχίζεται...